Είναι µέρες που είναι τόσο πεισµωµένο το κακό
δεν κατεβάζει ούτε στιγµή τα µάτια
Σε κοιτάζει ίσια στο αίµα σα µωρό
Μέχρι να σπάσεις.
Είναι βράδια που νικάνε και φυσάει από παντού
Και ξηµερώνεις µακριά από όλους
Φοβισµένος στη φωλιά του κυνηγού
Θα σε ξεχάσουν.
Mην κλειδώνεις πίσω σου την πόρτα
Είναι αργά, δεν θα ξαναγυρίσεις
H αυλή σου θα γεµίσει άγρια χόρτα
Κι εσύ αλλού θα αγαπάς κι αλλιώς θα ζήσεις.
Είναι ώρες που δεν φτάνει κι είναι λίγο το καλό
που δεν αντέχει ούτε στιγµή η αγάπη
Ο Ιούλιος θα µας κάψει το µυαλό
Θα µας τελειώσει.
|
Ine µéres pu ine tóso pisµoµéno to kakó
den katevázi ute stigµí ta µátia
Se kitázi ísia sto eµa sa µoró
Méchri na spásis.
Ine vrádia pu nikáne ke fisái apó pantu
Ke ksiµerónis µakriá apó ólus
Fovisµénos sti foliá tu kinigu
Tha se ksechásun.
Min klidónis píso su tin pórta
Ine argá, den tha ksanagirísis
H avlí su tha geµísi ágria chórta
Ki esí allu tha agapás ki alliós tha zísis.
Ine óres pu den ftáni ki ine lígo to kaló
pu den antéchi ute stigµí i agápi
O Iulios tha µas kápsi to µialó
Tha µas teliósi.
|