Φοράει νύχτα στα μαλλιά, του φεγγαριού την άλω
να γίνει η αγάπη διάφανη, γυναίκα ποθητή
από το κάστρο της Ωριάς στέλνει στερνό σινιάλο
και περιμένει τρέμοντας Ιούλιο πορθητή
Με της φωτιάς τα άλογα ο ήλιος ταξιδεύει
σε πάει όνειρο χρυσό στους δρόμους τ’ ουρανού
και μια ψυχή που καίγεται τον άνεμο αγναντεύει
και χάνεται στα σύννεφα τσιγάρου πρωινού
Ένα τσαμπάκι μέλισσες και λιάτικο σταφύλι
είναι του μήνα Καίσαρα το βιος το αληθινό
κι ο ποιητής που έψαχνε θαλασσινό τριφύλλι
έγινε άσπρο ανέσπερο και φως εωθινό
|
Forái níchta sta malliá, tu fengariu tin álo
na gini i agápi diáfani, gineka pothití
apó to kástro tis Oriás stélni sternó siniálo
ke periméni trémontas Iulio porthití
Me tis fotiás ta áloga o ílios taksidevi
se pái óniro chrisó stus drómus t’ uranu
ke mia psichí pu kegete ton ánemo agnantevi
ke chánete sta sínnefa tsigáru prinu
Έna tsabáki mélisses ke liátiko stafíli
ine tu mína Kesara to vios to alithinó
ki o piitís pu épsachne thalassinó trifílli
égine áspro anéspero ke fos eothinó
|