Ήρθε κατά της θάλασσας, τα μέρη μοναχή
Κείνο το διαφανόλευκο φουστάνι της φορούσε
Κρατούσε μες στα μάτια της δύο σύννεφα βροχή
Κοίταζε τον ορίζοντα και σιγοτραγουδούσε.
Η μάνα μου είναι στο νησί
Η αγάπη μου στην θάλασσα.
Η μοίρα μου έμεινε μισή
Απ’ όσο την λογάριαζα.
Περπάταγε στα κύματα κι έμοιαζε αερικό
Τ’ Αυγούστου τα φεγγάρια λες και φτιάξαν τη μορφή της
Κράτησα την εικόνα της βαθιά μου μυστικό
Και τρέχω κάθε δειλινό ν’ ακούσω τη φωνή της
Ας ήταν να `μουν δυνατός μόνο για μια στιγμή
Κι όλης της γης τη θάλασσα ας ήταν να μαζέψω
Να βρω και την αγάπη της να βρω και το νησί
Και στο λευκό της φόρεμα χάντρες να τα φορέσω.
|
Ήrthe katá tis thálassas, ta méri monachí
Kino to diafanólefko fustáni tis foruse
Kratuse mes sta mátia tis dío sínnefa vrochí
Kitaze ton orízonta ke sigotraguduse.
I mána mu ine sto nisí
I agápi mu stin thálassa.
I mira mu émine misí
Ap’ óso tin logáriaza.
Perpátage sta kímata ki émiaze aerikó
T’ Avgustu ta fengária les ke ftiáksan ti morfí tis
Krátisa tin ikóna tis vathiá mu mistikó
Ke trécho káthe dilinó n’ akuso ti foní tis
As ítan na `mun dinatós móno gia mia stigmí
Ki ólis tis gis ti thálassa as ítan na mazépso
Na vro ke tin agápi tis na vro ke to nisí
Ke sto lefkó tis fórema chántres na ta foréso.
|