Αγάπησα μια κόρη ορφανή,
αγάπησα μια ορφανή, μια κόρη μαυρομάτα,
λεβέντισσα, μελαχρινή, από την Καλαμάτα.
Είχε δυο μάτια έμορφα,
είχε δυο μάτια έμορφα, δυο κόκκινα χειλάκια,
σαν με φιλούσε μου ‘σβηνε, τις πίκρες, τα φαρμάκια.
Μα τώρα που, αχ μανούλα μου,
μα τώρα που την έχασα, δεν ξέρω τι να κάνω,
μανούλα μου θα τρελαθώ, γι’ αυτήνε θα πεθάνω.
Εγώ πολύ, πολύ την αγαπώ,
εγώ πολύ την αγαπώ, αυτήν τη μαυρομάτα
και θα την κλέψω, μάνα μου, από την Καλαμάτα.
|
Agápisa mia kóri orfaní,
agápisa mia orfaní, mia kóri mavromáta,
levéntissa, melachriní, apó tin Kalamáta.
Iche dio mátia émorfa,
iche dio mátia émorfa, dio kókkina chilákia,
san me filuse mu ‘svine, tis píkres, ta farmákia.
Ma tóra pu, ach manula mu,
ma tóra pu tin échasa, den kséro ti na káno,
manula mu tha trelathó, gi’ aftíne tha petháno.
Egó polí, polí tin agapó,
egó polí tin agapó, aftín ti mavromáta
ke tha tin klépso, mána mu, apó tin Kalamáta.
|