Στη σκουριασμένη σου ζωή, δάκρυα κι αίμα
χιλιάδες δρόμοι σου χαράζουν το κορμί,
σ’ αυτή την πόλη που κανείς δε θυμάται κανένα
σ’ αυτή την πόλη που κανείς δε ρωτάει γιατί,
σ’ αυτή την πόλη που κανείς δε θυμάται κανένα
σ’ αυτή την πόλη που κανείς δε ρωτάει γιατί.
Στο καφενείο η Ελπίς, κανείς δεν μπαίνει
κι εσύ, που χρόνια μιαν αγάπη καρτεράς,
θα φύγεις μόνη, με πικρή την καρδιά, προδομένη,
θα φύγεις μόνη και κανείς δε θα ψάξει που πας,
θα φύγεις μόνη, με πικρή την καρδιά, προδομένη,
θα φύγεις μόνη και κανείς δε θα ψάξει που πας.
Την κουρασμένη σου ψυχή ποιος την πληγώνει
και ποιος τη μοίρα σου τη δένει με σκοινί,
σ’ αυτή την πόλη που αρχίζει και δεν τελειώνει
σ’ αυτή την πόλη που κανείς δε γνωρίζει, γιατί,
σ’ αυτή την πόλη που αρχίζει και δεν τελειώνει
σ’ αυτή την πόλη που κανείς δε γνωρίζει, γιατί.
Σ’ αυτή την πόλη που αρχίζει και δεν τελειώνει
σ’ αυτή την πόλη που κανείς δε γνωρίζει, γιατί,
σ’ αυτή την πόλη που αρχίζει και δεν τελειώνει
σ’ αυτή την πόλη που κανείς δε γνωρίζει, γιατί.
|
Sti skuriasméni su zoí, dákria ki ema
chiliádes drómi su charázun to kormí,
s’ aftí tin póli pu kanis de thimáte kanéna
s’ aftí tin póli pu kanis de rotái giatí,
s’ aftí tin póli pu kanis de thimáte kanéna
s’ aftí tin póli pu kanis de rotái giatí.
Sto kafenio i Elpís, kanis den beni
ki esí, pu chrónia mian agápi karterás,
tha fígis móni, me pikrí tin kardiá, prodoméni,
tha fígis móni ke kanis de tha psáksi pu pas,
tha fígis móni, me pikrí tin kardiá, prodoméni,
tha fígis móni ke kanis de tha psáksi pu pas.
Tin kurasméni su psichí pios tin pligóni
ke pios ti mira su ti déni me skiní,
s’ aftí tin póli pu archízi ke den telióni
s’ aftí tin póli pu kanis de gnorízi, giatí,
s’ aftí tin póli pu archízi ke den telióni
s’ aftí tin póli pu kanis de gnorízi, giatí.
S’ aftí tin póli pu archízi ke den telióni
s’ aftí tin póli pu kanis de gnorízi, giatí,
s’ aftí tin póli pu archízi ke den telióni
s’ aftí tin póli pu kanis de gnorízi, giatí.
|