Ποτέ δε ζήτησα απ’ το θάνατο
τη λησμονιά και τη γαλήνη.
Αγάπησα την τρικυμία μου,
πιστή μ’ απόμεινε κι εκείνη.
Κι αν κάποτε το Χάρο αντίκρισα
σαν λυτρωτή απ’ τα δεινά μου,
δε του ‘γνεψα να ‘ρθει στο σπίτι μου
και να ρημάξει τη καρδιά μου.
Και μένω!
Και μένω με το στήθος έτοιμο
για νέα χτυπήματα και χάδια!
Και μένω!
Το Εγώ μου ολημερίς συντρίβοντας
και τα κομμάτια ενώνοντας τα βράδια!
Η ιδέα της φυγής δε με κυρίευε,
φύλλο κι ας ήμουν πεταγμένο
στον άνεμο, στις μαύρες θύελλες,
από παντού κυνηγημένο.
Και μένω!
Και μένω με το στήθος έτοιμο
για νέα χτυπήματα και χάδια!
Και μένω!
Το Εγώ μου ολημερίς συντρίβοντας
και τα κομμάτια ενώνοντας τα βράδια!
|
Poté de zítisa ap’ to thánato
ti lismoniá ke ti galíni.
Agápisa tin trikimía mu,
pistí m’ apómine ki ekini.
Ki an kápote to Cháro antíkrisa
san litrotí ap’ ta diná mu,
de tu ‘gnepsa na ‘rthi sto spíti mu
ke na rimáksi ti kardiá mu.
Ke méno!
Ke méno me to stíthos étimo
gia néa chtipímata ke chádia!
Ke méno!
To Egó mu olimerís sintrívontas
ke ta kommátia enónontas ta vrádia!
I idéa tis figís de me kiríeve,
fíllo ki as ímun petagméno
ston ánemo, stis mavres thíelles,
apó pantu kinigiméno.
Ke méno!
Ke méno me to stíthos étimo
gia néa chtipímata ke chádia!
Ke méno!
To Egó mu olimerís sintrívontas
ke ta kommátia enónontas ta vrádia!
|