Μάτια μου πόσο φοβάμαι
φεύγεις και τίποτα απ’ τον κόσμο δε γνωρίζεις
τόση αγάπη θα τη βρεις κι αλλού νομίζεις
αχ, μάτια μου.
Μάτια μου πόσο φοβάμαι
που όλα όμορφα φαντάζουν στο μυαλό σου
χειμώνας έξω θα παγώσει τ’ όνειρο σου
αχ, μάτια μου, μάτια μου.
Και να προσέχεις, να προσέχεις
ποιους θα ακούς και ποιους θα αντέχεις.
Τρέμω στη σκέψη ότι φεύγεις
που θα πας.
Και να προσέχεις, να προσέχεις
σε κόσμο ένοχο διατρέχεις
και συ καρδιά αθώα έχεις κι αγαπάς,
αχ, που θα πας.
Μάτια μου πόσο φοβάμαι
ποιος θα `ναι κει όταν πονάς να σ’ αγκαλιάζει
στη μοναξιά να σε φιλάει, να σε σκεπάζει
αχ, μάτια μου.
Μάτια μου θα σε θυμάμαι
και γύρνα πίσω αν δε βρεις την ευτυχία.
Εμάς τους δυο θα μας ενώνει μια ευθεία
αχ, μάτια μου, μάτια μου.
|
Mátia mu póso fováme
fevgis ke típota ap’ ton kósmo de gnorízis
tósi agápi tha ti vris ki allu nomízis
ach, mátia mu.
Mátia mu póso fováme
pu óla ómorfa fantázun sto mialó su
chimónas ékso tha pagósi t’ óniro su
ach, mátia mu, mátia mu.
Ke na proséchis, na proséchis
pius tha akus ke pius tha antéchis.
Trémo sti sképsi óti fevgis
pu tha pas.
Ke na proséchis, na proséchis
se kósmo énocho diatréchis
ke si kardiá athóa échis ki agapás,
ach, pu tha pas.
Mátia mu póso fováme
pios tha `ne ki ótan ponás na s’ agkaliázi
sti monaksiá na se filái, na se skepázi
ach, mátia mu.
Mátia mu tha se thimáme
ke girna píso an de vris tin eftichía.
Emás tus dio tha mas enóni mia efthia
ach, mátia mu, mátia mu.
|