Είναι το παιδί πιωμένο,
έχει ζάλη στο μυαλό.
Άστε το να ησυχάσει,
σας παρακαλώ.
Τα φώτα χαμηλώστε,
μιλάτε πιο σιγά,
γιατί η σκουριά του πόνου
και σίδερα λυγά.
Παλικαράκι, ησύχασε,
είμαστε όλοι φίλοι.
Οι πίκρες που σε δείρανε
κι εμάς μας έχουν δείρει.
Τ’ όνομά σου δεν το ξέρω,
ξέρω μόνο πως πονάς,
αφού μέσα στις ταβέρνες
όλο τριγυρνάς.
Δεν έχω να σου δώσω
ευχές και συμβουλές,
μια καρδούλα έχω,
ακούμπα για να κλαις.
Παλικαράκι, ησύχασε,
είμαστε όλοι φίλοι.
Οι πίκρες που σε δείρανε
κι εμάς μας έχουν δείρει.
|
Ine to pedí pioméno,
échi záli sto mialó.
Άste to na isichási,
sas parakaló.
Ta fóta chamilóste,
miláte pio sigá,
giatí i skuriá tu pónu
ke sídera ligá.
Palikaráki, isíchase,
imaste óli fíli.
I píkres pu se dirane
ki emás mas échun diri.
T’ ónomá su den to kséro,
kséro móno pos ponás,
afu mésa stis tavérnes
ólo trigirnás.
Den écho na su dóso
efchés ke simvulés,
mia kardula écho,
akuba gia na kles.
Palikaráki, isíchase,
imaste óli fíli.
I píkres pu se dirane
ki emás mas échun diri.
|