Θυμάμαι ήτανε σαν χθες
Στα χέρια που σε κράταγα σφιχτά
Και μου `λεγες σαν το παιδί
Φοβάμαι μη μ’ αφήνεις
Και σ’ ένιωθα πάνω μου σαν Παναγιά
με τα μαλλιά λυτά τα μάτια σου ολόκλειστα
σαν το κερί μες στο βοριά
να τρεμοσβήνεις
Και σου ‘λεγα, να μη φοβάσαι τη ζωή
Ποτέ μη φοβηθείς, δε θα ‘σαι μόνη
Φτάνει μόνο να είμαστε μαζί
κάθε στιγμή, σαν μια γραμμή
ν’ αρχίζει από σένανε, σε μένα να τελειώνει
Και τώρα η απέραντη σιωπή, τα βήματά σου να χαράζει μες στη σκόνη
Και τώρα η απόγνωση θαρρείς, σαν το φονιά σαν τον ληστή να με ζυγώνει
Τα βήματά σου έχουν κιόλας, χαράξει τη γραμμή
Που αρχίζει άδικο από μένανε, και πουθενά δεν τελειώνει
|
Thimáme ítane san chthes
Sta chéria pu se krátaga sfichtá
Ke mu `leges san to pedí
Fováme mi m’ afínis
Ke s’ éniotha páno mu san Panagiá
me ta malliá litá ta mátia su olóklista
san to kerí mes sto voriá
na tremosvínis
Ke su ‘lega, na mi fováse ti zoí
Poté mi fovithis, de tha ‘se móni
Ftáni móno na imaste mazí
káthe stigmí, san mia grammí
n’ archízi apó sénane, se ména na telióni
Ke tóra i apéranti siopí, ta vímatá su na charázi mes sti skóni
Ke tóra i apógnosi tharris, san to foniá san ton listí na me zigóni
Ta vímatá su échun kiólas, charáksi ti grammí
Pu archízi ádiko apó ménane, ke puthená den telióni
|