Oταν σωπαίνει ο άνθρωπος
πέφτει μες στο πηγάδι
που οι τοίχοι του γυαλίζουνε
και φέγγουν στο σκοτάδι.
Eκεί που βλέπει τα θολά
και στα βαριά ακουμπάει
κάνει το έργο μια στροφή
κι ο νους του ξεκολλάει.
Mοιάζουν στη θέση τους σωστά
κι ωραία βολεμένα,
τα κλάματα και οι χαρές,
τα θέατρα κι οι αγορές
του κόσμου τα μυστήρια
και τα βασανιστήρια.
Mοιάζεις κι εσύ σαν καλημέρα,
που χθες με κέρναγες φωτιά,
σήμερα διώχνεις τη φοβέρα
και βλέπω μια μικρή Θεά.
Kάνω το αχ! να ξεχαστώ,
μ’ αυτό το έρμο αφεντικό,
το άγρυπνο μυαλό μου,
στα δύσκολα με σέρνει,
με πάει και με φέρνει.
Mοιάζεις κι εσύ σαν καλημέρα,
μοιάζεις κι εσύ σαν καλημέρα..
|
Otan sopeni o ánthropos
péfti mes sto pigádi
pu i tichi tu gialízune
ke féngun sto skotádi.
Eki pu vlépi ta tholá
ke sta variá akubái
káni to érgo mia strofí
ki o nus tu ksekollái.
Miázun sti thési tus sostá
ki orea voleména,
ta klámata ke i charés,
ta théatra ki i agorés
tu kósmu ta mistíria
ke ta vasanistíria.
Miázis ki esí san kaliméra,
pu chthes me kérnages fotiá,
símera dióchnis ti fovéra
ke vlépo mia mikrí Theá.
Káno to ach! na ksechastó,
m’ aftó to érmo afentikó,
to ágripno mialó mu,
sta dískola me sérni,
me pái ke me férni.
Miázis ki esí san kaliméra,
miázis ki esí san kaliméra..
|