Τούτος ο κανόνας με το κανονάκι,
τούτος ο κανόνας με το κανονάκι
αν δεν είχε λόγο χαρισμένο
θα `τανε ψωμί σκουληκιασμένο.
Πούθεν έρχεται και που θε ξεχειλίζει,
πούθεν έρχεται και που θε ξεχειλίζει
μέσ’ από το ρεύμα και το χρόνο
μέσ’ απ’ τη συνήθεια και το νόμο.
Κανονάκι, κανονάκι δεν υπάρχει ορόσημο
κόβονται τα γόνατά μου στο τρελό της δόσιμο.
Είναι η χάρη που μας παίρνει, σκάει κι απογειώνεται
βρίσκει την καινούργια βία και ξανασαρκώνεται.
Μας αγάπησε αφού έρχεται και στρίβει,
μας αγάπησε αφού τη στέγη ανοίγει
στ’ αφρισμένο κύμα του χειμώνα,
στου Αυγούστου τον απατεώνα.
Στους καταυλισμούς ορμάει μ’ ασθενοφόρο,
ξεριζώνει ένα σύρμα ηλεκτροφόρο
το τελειώνει μες στην μουσική της
κι ύστερα πετάει το κλειδί της.
Κανονάκι, κανονάκι δεν υπάρχει ορόσημο
κόβονται τα γόνατά μου στο τρελό της δόσιμο.
Είναι η χάρη που μας παίρνει, σκάει κι απογειώνεται
βρίσκει την καινούργια βία και ξανασαρκώνεται.
Ξέρω να κρατώ τα μέτρα και τους χρόνους
τους μικρούς μου κώδικες σχεδόν τους ξέρω όλους
κι όμως δε θα είχα επιτυχία
δίχως την κρυμμένη τους αιτία.
Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας κότσυφας
που τον λέγαν Σταύρο.
Απέκτησε φωλιά και κοτσυφόπουλα
και τόσο περήφανος αισθάνθηκε
που βγήκε και κάθονταν στο κλαδί
καμαρωτός καμαρωτός.
Από μακριά
έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους…
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια,
τσαλαπετεινοί και παγόνια
από μακριά τον χαιρετάνε
κι από κοντά του λένε:
“Γεια σου Σταύρο!”
“Δε με λένε Σταύρο,
μον’ με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη Τσουτσουλομύτη!”
Αλλάζει όμως ο καιρός,
να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί
πάει η φωλιά πάν’ τα κοτσυφόπουλα, παν’ όλα,
βγήκε και κάθονταν στο κλαρί μονάχος.
Από μακριά
έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους…
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια,
τσαλαπετεινοί και παγόνια
από μακριά τον χαιρετάνε
κι από κοντά του λένε:
“Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη Τσουτσουλομύτη!”
“Δε με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη Τσουτσουλομύτη.
Μόνο Σταύρο με λένε, μόνο Σταύρο”…
|
Tutos o kanónas me to kanonáki,
tutos o kanónas me to kanonáki
an den iche lógo charisméno
tha `tane psomí skulikiasméno.
Puthen érchete ke pu the ksechilízi,
puthen érchete ke pu the ksechilízi
més’ apó to revma ke to chróno
més’ ap’ ti siníthia ke to nómo.
Kanonáki, kanonáki den ipárchi orósimo
kóvonte ta gónatá mu sto treló tis dósimo.
Ine i chári pu mas perni, skái ki apogiónete
vríski tin kenurgia vía ke ksanasarkónete.
Mas agápise afu érchete ke strívi,
mas agápise afu ti stégi anigi
st’ afrisméno kíma tu chimóna,
stu Avgustu ton apateóna.
Stus katavlismus ormái m’ asthenofóro,
kserizóni éna sírma ilektrofóro
to telióni mes stin musikí tis
ki ístera petái to klidí tis.
Kanonáki, kanonáki den ipárchi orósimo
kóvonte ta gónatá mu sto treló tis dósimo.
Ine i chári pu mas perni, skái ki apogiónete
vríski tin kenurgia vía ke ksanasarkónete.
Kséro na krató ta métra ke tus chrónus
tus mikrus mu kódikes schedón tus kséro ólus
ki ómos de tha icha epitichía
díchos tin krimméni tus etía.
Mia forá ki énan keró
ítan énas kótsifas
pu ton légan Stavro.
Apéktise foliá ke kotsifópula
ke tóso perífanos esthánthike
pu vgíke ke káthontan sto kladí
kamarotós kamarotós.
Apó makriá
érchonte óla ta puliá tu dásus…
Bekátses, tsíchles, peristéria, aidónia,
tsalapetini ke pagónia
apó makriá ton cheretáne
ki apó kontá tu léne:
“Gia su Stavro!”
“De me léne Stavro,
mon’ me léne Stavro ke kir Stavro
ke afénti Tsutsulomíti!”
Allázi ómos o kerós,
na vrochés, na chalázia, na keravni
pái i foliá pán’ ta kotsifópula, pan’ óla,
vgíke ke káthontan sto klarí monáchos.
Apó makriá
érchonte óla ta puliá tu dásus…
Bekátses, tsíchles, peristéria, aidónia,
tsalapetini ke pagónia
apó makriá ton cheretáne
ki apó kontá tu léne:
“Gia su Stavro ke kir Stavro
ke afénti Tsutsulomíti!”
“De me léne Stavro ke kir Stavro
ke afénti Tsutsulomíti.
Móno Stavro me léne, móno Stavro”…
|