Κάπου νύχτωσες παιδί μου,
κάπου σ’ έπιασε βροχή,
όμως να ‘χεις την ευχή μου
κι ας κοιμάμαι μοναχή, ωωωω.
Όμως μες στα καμποχώρια
λένε, τάχα, οι γριές
πως όσοι κοιμούνται χώρια
λησμονάνε πια το χθες.
Κάπου νύχτωσες και μπήκες
να πλυθείς, να ζεσταθείς,
μα εμένα όπως με βρήκες,
έτσι θα με ξαναβρείς, ωωωω.
Όμως μες στα καμποχώρια
λένε, τάχα, οι γριές
πως όσοι κοιμούνται χώρια
λησμονάνε πια το χθες.
|
Kápu níchtoses pedí mu,
kápu s’ épiase vrochí,
ómos na ‘chis tin efchí mu
ki as kimáme monachí, oooo.
Όmos mes sta kabochória
léne, tácha, i griés
pos ósi kimunte chória
lismonáne pia to chthes.
Kápu níchtoses ke bíkes
na plithis, na zestathis,
ma eména ópos me vríkes,
étsi tha me ksanavris, oooo.
Όmos mes sta kabochória
léne, tácha, i griés
pos ósi kimunte chória
lismonáne pia to chthes.
|