Μες στης πόλης τα στενά
μια χανούμισσα γλυκιά
μου `χει πάρει την καρδιά, αχ.
Καραμπιμπερίμ, αμάν έσμερ σεκερίμ
θα ‘ρθω απόψε να σε κλέψω, δεν αντέχω πια
κι ας με ντουφεκίσουνε μες στη γειτονιά.
Καραμπιμπερίμ, μπιμπερίμ, μπιμπερίμ
πώπω σεκερίμ, σεκερίμ, σεκερίμ
άσε πια τα πλούτη και τον Ιμπραήμ.
Για τα μάτια της τα δυο
υποφέρω και πονώ
σκλάβος της θε να γινώ, αχ.
Μια βαρκούλα για τους δυο
μας προσμένει στο γιαλό
χανουμάκι μου τρελό, αχ.
|
Mes stis pólis ta stená
mia chanumissa glikiá
mu `chi pári tin kardiá, ach.
Karabiberím, amán ésmer sekerím
tha ‘rtho apópse na se klépso, den antécho pia
ki as me ntufekísune mes sti gitoniá.
Karabiberím, biberím, biberím
pópo sekerím, sekerím, sekerím
áse pia ta pluti ke ton Ibraím.
Gia ta mátia tis ta dio
ipoféro ke ponó
sklávos tis the na ginó, ach.
Mia varkula gia tus dio
mas prosméni sto gialó
chanumáki mu treló, ach.
|