Είχα ένα θειο λεβέντη
θρέμμα γέννημα Αθηναίο
παλικάρι ρωμαλέο
από διαλεχτή γενιά
Είχε ένα κορμί σπαθάτο
μαύρο γυριστό μουστάκι
και κοιτούσε σαν γεράκι
καθεμιάν ομορφονιά
Ανηφόριζε τις μέρες στ’ Αναφιώτικα
και καθάριζε παλιούς λογαριασμούς
και τις νύχτες στα δρομάκια τα Πλακιώτικα
τα κουτσόπινε μ’ ανθρώπους και Θεούς
Φόραγε φαρδύ ζωνάρι
κεντημένη καμιζόλα
κι είχε πάντα μια μπιστόλα
μέρα νύχτα συντροφιά
Τονε τρέμαν οι νταήδες
στου Ψυρρή και στο Θησείο
και δε σήκωνε γι’ αστείο
να του κάνουν μπαμπεσιά
Ανηφόριζε τις μέρες στ’ Αναφιώτικα
και καθάριζε παλιούς λογαριασμούς
και τις νύχτες στα δρομάκια τα Πλακιώτικα
τα κουτσόπινε μ’ ανθρώπους και Θεούς
|
Icha éna thio levénti
thrémma génnima Athineo
palikári romaléo
apó dialechtí geniá
Iche éna kormí spatháto
mavro giristó mustáki
ke kituse san geráki
kathemián omorfoniá
Anifórize tis méres st’ Anafiótika
ke kathárize palius logariasmus
ke tis níchtes sta dromákia ta Plakiótika
ta kutsópine m’ anthrópus ke Theus
Fórage fardí zonári
kentiméni kamizóla
ki iche pánta mia bistóla
méra níchta sintrofiá
Tone tréman i ntaídes
stu Psirrí ke sto Thisio
ke de síkone gi’ astio
na tu kánun babesiá
Anifórize tis méres st’ Anafiótika
ke kathárize palius logariasmus
ke tis níchtes sta dromákia ta Plakiótika
ta kutsópine m’ anthrópus ke Theus
|