Σαν κάτι να σε καίει, κάτι να σε πληγώνει
μ’ ανησυχία σε ζώνει και γελάς
τις νύχτες ξεγλιστράς και μένα ξεγελάς
όλους μας φέρνεις βόλτα, σ’ όλους μας πήγες κόντρα
σωστά μ’ εξαπατάς, το δάχτυλό σου βλέπω
κι αυτό που δεν αντέχω κυνηγάς.
Δεν ξέρω τι να πω, πως δε σ’ ακολουθώ είναι ψέμα
μα ξέρω την δειλία μου να κρύβω, ξέρω κρυφά κρυφά να σε προδίδω
χωρίς ανταμοιβή, χωρίς υπερβολή, λακωνικά με νεύμα στην αρχή
στην χωροφυλακή και στην αστυνομία
που περιμένουν όπως πάντα στην γωνία.
Λυπάμαι που σου γράφω όλα αυτά, είναι η νύχτα μου βαριά
κι αυτά που σκέφτομαι πικρά
δεν φτάνει τ’ όνειρο να ζεις όπως σ’ αρέσει
και η ψευδαίσθηση μπορεί να στη βαρέσει μάγκα μου
και να κοιτάς με στόμα ανοιχτό όσα δεν έζησες στο κόσμο αυτό.
|
San káti na se kei, káti na se pligóni
m’ anisichía se zóni ke gelás
tis níchtes kseglistrás ke ména ksegelás
ólus mas férnis vólta, s’ ólus mas píges kóntra
sostá m’ eksapatás, to dáchtiló su vlépo
ki aftó pu den antécho kinigás.
Den kséro ti na po, pos de s’ akoluthó ine pséma
ma kséro tin dilía mu na krívo, kséro krifá krifá na se prodído
chorís antamiví, chorís ipervolí, lakoniká me nevma stin archí
stin chorofilakí ke stin astinomía
pu periménun ópos pánta stin gonía.
Lipáme pu su gráfo óla aftá, ine i níchta mu variá
ki aftá pu skéftome pikrá
den ftáni t’ óniro na zis ópos s’ arési
ke i psevdesthisi bori na sti varési mágka mu
ke na kitás me stóma anichtó ósa den ézises sto kósmo aftó.
|