Κάτι έγινε κι άλλαξε ο αέρας.
Στην ταράτσα ήρθε κι έκατσε σύννεφο
κι ήταν η ώρα που βρισκόμουν στου ονείρου την άκρη.
Πνίγηκαν πολλοί από τους κάτω ορόφους
στη σφιχτή αγκαλιά σου ξεψυχούν οι σταγόνες.
Κάτι έγινε, κεραυνός ταξιδεύει
απ’ την κεραία στην οθόνη θεριεύει
κι ήταν η ώρα που γυρνώ στο πλευρό σου.
Βγήκαν οι γείτονες μας είπαν ησυχάστε.
Στεναγμοί ηδονής δεν ταιριάζουν στην μπόρα.
Κάτι έγινε απόψε τη νύχτα
στο κορμί μου το κορμί σου αναδύθηκε.
Κράτησε με απόψε σφιχτά
μήπως νύχτα καμιά δε θα βρούμε στ’ αύριο.
|
Káti égine ki állakse o aéras.
Stin tarátsa írthe ki ékatse sínnefo
ki ítan i óra pu vriskómun stu oniru tin ákri.
Pnígikan polli apó tus káto orófus
sti sfichtí agkaliá su ksepsichun i stagónes.
Káti égine, keravnós taksidevi
ap’ tin kerea stin othóni therievi
ki ítan i óra pu girnó sto plevró su.
Ogíkan i gitones mas ipan isicháste.
Stenagmi idonís den teriázun stin bóra.
Káti égine apópse ti níchta
sto kormí mu to kormí su anadíthike.
Krátise me apópse sfichtá
mípos níchta kamiá de tha vrume st’ avrio.
|