Μπαίνει λαθραία το φως,
απ’ τα σκαλιά ανεβαίνει,
τι χρόνος κι αυτός,
η κοιλιά μου γεννάει κι ο παλιός μου εαυτός μ’ αρρωσταίνει.
Μια φωνή μου μιλάει
και μου λέει τα ίδια,
δυο νότες ζητάει,
μια κιθάρα ουρλιάζει και τρυπάει τα σάπια σανίδια.
Κάτι γίνεται εδώ…
το άρωμά σου με σέρνει,
τι να σου κάνω κι εγώ
είμαι ένα δέντρο που γέρνει.
Αθροίζω λέξεις στο φως,
μα ο αριθμός τους μικραίνει,
δεν γίνεται αλλιώς,
θα με πάρει μαζί της η λάμψη ενώ ξεμακραίνει.
Και η φωνή που μου λέει,
για της ζωής το ταξίδι,
είναι σειρήνα που κλαίει,
στο κατάρτι με δένει και κάνει μαζί μου παιχνίδι.
Κάτι γίνεται εδώ…
το άρωμά σου με σέρνει,
τι να σου κάνω κι εγώ
είμαι ένα δέντρο που γέρνει.
|
Beni lathrea to fos,
ap’ ta skaliá aneveni,
ti chrónos ki aftós,
i kiliá mu gennái ki o paliós mu eaftós m’ arrosteni.
Mia foní mu milái
ke mu léi ta ídia,
dio nótes zitái,
mia kithára urliázi ke tripái ta sápia sanídia.
Káti ginete edó…
to áromá su me sérni,
ti na su káno ki egó
ime éna déntro pu gérni.
Athrizo léksis sto fos,
ma o arithmós tus mikreni,
den ginete alliós,
tha me pári mazí tis i lámpsi enó ksemakreni.
Ke i foní pu mu léi,
gia tis zoís to taksídi,
ine sirína pu klei,
sto katárti me déni ke káni mazí mu pechnídi.
Káti ginete edó…
to áromá su me sérni,
ti na su káno ki egó
ime éna déntro pu gérni.
|