Με τη σκέψη σου ξενυχτάω,
σαν τρελός παραμιλάω,
σ’ όνειρα χαμένα σε ζητώ,
βυθισμένος στη μοναξιά μου
πνίγομαι στα δάκρυά μου,
και με τη σκιά μου συζητώ.
Με τη σκέψη σου ξενυχτάω,
πίνω και παραπατάω,
η ζωή μου έρημο νησί,
όλα μου θυμίζουν εσένα,
πράγματα παρατημένα,
και στιγμές που ζήσαμε μαζί.
Κάτι τέτοια βράδια φοβάμαι,
βράδια που εσένα θυμάμαι,
χάνομαι στου πόνου τη σιωπή,
δεν ελέγχω τον εαυτό μου,
τρέμω μέσα στον πανικό μου
φτάνω μέχρι την καταστροφή.
Με τη σκέψη σου ξενυχτάω,
το κορμί μου κουβαλάω,
σ’ ένα σπίτι άδειο, σκοτεινό,
η ψυχή αγγίζει το τέρμα
και στα μάτια μου το βλέμμα
χάνεται σ’ απέραντο κενό.
Κάτι τέτοια βράδια φοβάμαι,
βράδια που εσένα θυμάμαι,
χάνομαι στου πόνου τη σιωπή,
δεν ελέγχω τον εαυτό μου,
τρέμω μέσα στον πανικό μου
φτάνω μέχρι την καταστροφή.
|
Me ti sképsi su ksenichtáo,
san trelós paramiláo,
s’ ónira chaména se zitó,
vithisménos sti monaksiá mu
pnígome sta dákriá mu,
ke me ti skiá mu sizitó.
Me ti sképsi su ksenichtáo,
píno ke parapatáo,
i zoí mu érimo nisí,
óla mu thimízun eséna,
prágmata paratiména,
ke stigmés pu zísame mazí.
Káti tétia vrádia fováme,
vrádia pu eséna thimáme,
chánome stu pónu ti siopí,
den elégcho ton eaftó mu,
trémo mésa ston panikó mu
ftáno méchri tin katastrofí.
Me ti sképsi su ksenichtáo,
to kormí mu kuvaláo,
s’ éna spíti ádio, skotinó,
i psichí angizi to térma
ke sta mátia mu to vlémma
chánete s’ apéranto kenó.
Káti tétia vrádia fováme,
vrádia pu eséna thimáme,
chánome stu pónu ti siopí,
den elégcho ton eaftó mu,
trémo mésa ston panikó mu
ftáno méchri tin katastrofí.
|