Κάτω απ’ το μαξιλάρι
είναι ένα βαθύ πηγάδι
που μέσα κατοικούν
οι ψυχές που σ’ αγαπούν.
Παλεύουν κάθε βράδυ
με τα κιούγκια στο σκοτάδι
να φτάσουν στα ψηλά
πλάι στο μαχαραγιά.
Να σου μιλάν στον ύπνο,
να σε μπάζουνε σε κήπο
με μ’ Αϊ Γιάννη και λωτούς
με χειμωνανθούς.
Κι όταν σ’ αναταράσσει
για τα σκάρτα που ‘χεις πράξει
κύμα φαρμακερό,
να σου δίνουν φυλαχτό.
Χαϊμαλί από μετάξι,
που `χουν μέσα του φυλάξει
άχυρο απ’ τη γη
που `χει μείνει απάτητη.
Έρχονται και σε μένα
πρόσωπα λησμονημένα,
άδεια και χλωμά
από πριν κι από μετά.
Μου κρατάν το χέρι
στο ταξίδι, στο καρτέρι
στον ύπνο τον βαθύ.
Είναι λίγοι, είναι πολλοί.
Μέσα στο πηγάδι
κάτω απ’ το μαξιλάρι
ρίχνονται οι ψυχές
Ήλιε μου τώρα βγες!
|
Káto ap’ to maksilári
ine éna vathí pigádi
pu mésa katikun
i psichés pu s’ agapun.
Palevun káthe vrádi
me ta kiugkia sto skotádi
na ftásun sta psilá
plái sto macharagiá.
Na su milán ston ípno,
na se bázune se kípo
me m’ Ai Giánni ke lotus
me chimonanthus.
Ki ótan s’ anatarássi
gia ta skárta pu ‘chis práksi
kíma farmakeró,
na su dínun filachtó.
Chaimalí apó metáksi,
pu `chun mésa tu filáksi
áchiro ap’ ti gi
pu `chi mini apátiti.
Έrchonte ke se ména
prósopa lismoniména,
ádia ke chlomá
apó prin ki apó metá.
Mu kratán to chéri
sto taksídi, sto kartéri
ston ípno ton vathí.
Ine lígi, ine polli.
Mésa sto pigádi
káto ap’ to maksilári
ríchnonte i psichés
Ήlie mu tóra vges!
|