Και καθόμασταν μονάχοι,
μου μιλούσες, με ρωτούσες.
Πόσα η ζωή μας να ‘χει
που ‘κρυβε κι εσύ ζητούσες.
Κι ακουγόταν το τραγούδι
που μιλούσε για αγάπες.
Το ‘παιρνε μακριά ο αγέρας
και το γύρναγε στις στράτες
Κι αγαπιόμασταν,
που και πότε δε θυμάμαι.
Αγαπιόμασταν,
Ώρες που ‘χαν σταματήσει,
κόσμος που ‘τρεχε να ζήσει,
όλα γύρευαν μια λύση
και εμείς ονειρευόμασταν.
Ακουγόταν μια κιθάρα,
ένας λυπημένος ήχος.
«Έφυγες σαν να μην ήρθες»,
έτσι έλεγε ο στίχος.
Κι ακουγόταν το τραγούδι
που μιλούσε για αγάπες.
Το ‘παιρνε μακριά ο αγέρας
και το γύρναγε στις στράτες
|
Ke kathómastan monáchi,
mu miluses, me rotuses.
Pósa i zoí mas na ‘chi
pu ‘krive ki esí zituses.
Ki akugótan to tragudi
pu miluse gia agápes.
To ‘perne makriá o agéras
ke to girnage stis strátes
Ki agapiómastan,
pu ke póte de thimáme.
Agapiómastan,
Ώres pu ‘chan stamatísi,
kósmos pu ‘treche na zísi,
óla girevan mia lísi
ke emis onirevómastan.
Akugótan mia kithára,
énas lipiménos íchos.
«Έfiges san na min írthes»,
étsi élege o stíchos.
Ki akugótan to tragudi
pu miluse gia agápes.
To ‘perne makriá o agéras
ke to girnage stis strátes
|