Το ήξερε πως θα συμβεί μια μέρα
εκείνη η ρωγμή που κουβαλούσε
πληγή που έβραζε, σιωπή που αιμορραγούσε
θα τον θρυμμάτιζε για πάντα πέρα ως πέρα.
Τίναξε από πάνω του τη σκόνη
κι αμίλητος προχώρησε στο αγιάζι,
τον βρίζαν τα παιδιά πίσω απ’ το Γκάζι
και κάποιος του `ριξε νερό απ’ το μπαλκόνι.
Και τα σκυλιά κοιτούσαν δακρυσμένα
να χάνεται στης νύχτας τον πυθμένα,
σαν κάποιος που ποτέ του δεν υπήρξε,
αυτός που τόσο αγάπησε τον κόσμο.
|
To íksere pos tha simvi mia méra
ekini i rogmí pu kuvaluse
pligí pu évraze, siopí pu emorraguse
tha ton thrimmátize gia pánta péra os péra.
Tínakse apó páno tu ti skóni
ki amílitos prochórise sto agiázi,
ton vrízan ta pediá píso ap’ to Gkázi
ke kápios tu `rikse neró ap’ to balkóni.
Ke ta skiliá kitusan dakrisména
na chánete stis níchtas ton pithména,
san kápios pu poté tu den ipírkse,
aftós pu tóso agápise ton kósmo.
|