Κάποια μανούλα ξεκινά και νύχτα παίρνει τα βουνά
είναι ο γιος της άρρωστος, βαριά για να πεθάνει.
Και με τ’ αθάνατο νερό της είπαν πως θα γιάνει
και πάει η δόλια στο βουνό, να βρει τ’ αθάνατο νερό.
Προτού να σκάσει η χαραυγή, φτάνει η μανούλα στην πηγή
και σκύβει με κρυφή χαρά, νεράκι να μαζέψει.
Μα τι μεγάλη συμφορά, έχει η πηγή στερέψει,
κλαίει η φτωχή στη σιγαλιά, κλαίνε μαζί και τα πουλιά.
Παίρνει ξανά το γυρισμό, με πόνο και με σπαραγμό,
αφού δεν βρήκε το νερό, το γιο της για να γιάνει.
Απ’ το μεγάλο της καημό, στο δρόμο θα πεθάνει,
παίρνει ξανά το γυρισμό, και όλο κλαίει με καημό
και όλο κλαίει με καημό
και όλο κλαίει με καημό…
|
Kápia manula ksekiná ke níchta perni ta vuná
ine o gios tis árrostos, variá gia na petháni.
Ke me t’ athánato neró tis ipan pos tha giáni
ke pái i dólia sto vunó, na vri t’ athánato neró.
Protu na skási i charavgí, ftáni i manula stin pigí
ke skívi me krifí chará, neráki na mazépsi.
Ma ti megáli simforá, échi i pigí sterépsi,
klei i ftochí sti sigaliá, klene mazí ke ta puliá.
Perni ksaná to girismó, me póno ke me sparagmó,
afu den vríke to neró, to gio tis gia na giáni.
Ap’ to megálo tis kaimó, sto drómo tha petháni,
perni ksaná to girismó, ke ólo klei me kaimó
ke ólo klei me kaimó
ke ólo klei me kaimó…
|