Σαν ξεχασμένο τσιγάρο στα χείλη
σβήνει η πόλη αργά σκοτεινιάζει
νύχτα σαν ψέμα της πρώτης Απρίλη
σιωπές που έχουν ματώσει αγιάζει
τις ταξιδεύει μ’ άσπρο κοχύλι
τους δίνει όνειρο και τις σκεπάζει
Κλείσε τα ματάκια σου εδώ στα σκοτεινά
ετούτη η ώρα ξεκουράζει τα φτερά σου
αύριο θα βγεις ξανά στου ήλιου τη φωτιά
αναζητώντας το μετά απ’ τα όρια σου
Ένα φιλί χωρίς παραλήπτη
μονάχο πουλί τριγυρνά στο χαλάζι
ένα χέρι τραβάει το σύρτη
κάποιας πόρτας που σ’ έρημο βγάζει
η δόση κάνει πουτάνα το χρήστη
ο άγγελός του απόψε νυστάζει
Κλείσε τα ματάκια σου εδώ στα σκοτεινά
ετούτη η ώρα ξεκουράζει τα φτερά σου
αύριο θα βγεις ξανά στου ήλιου τη φωτιά
αναζητώντας το μετά απ’ τα όρια σου
|
San ksechasméno tsigáro sta chili
svíni i póli argá skotiniázi
níchta san pséma tis prótis Apríli
siopés pu échun matósi agiázi
tis taksidevi m’ áspro kochíli
tus díni óniro ke tis skepázi
Klise ta matákia su edó sta skotiná
etuti i óra ksekurázi ta fterá su
avrio tha vgis ksaná stu íliu ti fotiá
anazitóntas to metá ap’ ta ória su
Έna filí chorís paralípti
monácho pulí trigirná sto chalázi
éna chéri travái to sírti
kápias pórtas pu s’ érimo vgázi
i dósi káni putána to chrísti
o ángelós tu apópse nistázi
Klise ta matákia su edó sta skotiná
etuti i óra ksekurázi ta fterá su
avrio tha vgis ksaná stu íliu ti fotiá
anazitóntas to metá ap’ ta ória su
|