Η νύχτα πέφτει πάντα, και σκοτώνεται,
σκορπίζεται, κομμάτια στα στενά.
Μαζί μου κάθε βράδυ, ανταμώνεται,
κομμάτι με κομμάτι, αγκαλιά.
Τρομάξαν, κάτι αδέσποτα και κρύφτηκαν,
στις γάμπες, με τα κόκκινα καλσόν,
σκιές μες στην ομίχλη, που ξεχάστηκαν,
σαν όνειρα σε κάδους σκουπιδιών.
Κοιμήσου εσύ, κοιμήσου εσύ,
ζεστά ζεστά, και σκεπασμένα.
Κοιμήσου εσύ, κοιμήσου εσύ,
θα ζω εγώ, για σένα.
Με πήρε πάλι απόψε, το παράπονο,
στα στέκια με τραβάει, απ’ το γιακά,
με βρήκε το ξημέρωμα, το άπονο,
σε μπάρες με ποτήρια, αδειανά.
Τα φώτα, ένα ένα, παραδίνονται,
χαράζει, στις ταράτσες η αλήθεια,
εκείνους που ξεχάσανε, να δίνονται,
πισώπλατα χτυπάει, η συνήθεια.
Κοιμήσου εσύ, κοιμήσου εσύ,
ζεστά ζεστά, και σκεπασμένα.
Κοιμήσου εσύ, κοιμήσου εσύ,
θα ζω εγώ, για σένα.
|
I níchta péfti pánta, ke skotónete,
skorpízete, kommátia sta stená.
Mazí mu káthe vrádi, antamónete,
kommáti me kommáti, agkaliá.
Tromáksan, káti adéspota ke kríftikan,
stis gábes, me ta kókkina kalsón,
skiés mes stin omíchli, pu ksechástikan,
san ónira se kádus skupidión.
Kimísu esí, kimísu esí,
zestá zestá, ke skepasména.
Kimísu esí, kimísu esí,
tha zo egó, gia séna.
Me píre páli apópse, to parápono,
sta stékia me travái, ap’ to giaká,
me vríke to ksiméroma, to ápono,
se báres me potíria, adianá.
Ta fóta, éna éna, paradínonte,
charázi, stis tarátses i alíthia,
ekinus pu ksechásane, na dínonte,
pisóplata chtipái, i siníthia.
Kimísu esí, kimísu esí,
zestá zestá, ke skepasména.
Kimísu esí, kimísu esí,
tha zo egó, gia séna.
|