Δε θυμάμαι τελευταία να μ’ αγκάλιασες,
μες στα χέρια μου πεθαίνουνε οι θάλασσες.
Με ρωτάνε οι βοριάδες τι σου έλεγα
δε τους λέω και μ’ αφήνουν μεσοπέλαγα.
Τα σεντόνια μου τρελάθηκαν που λείπεις,
το κορμί σου ένας κόκκινος μαγνήτης.
Κράτησε με στη ζωή σου, κράτησε με
και στα βάθη της καρδιάς σου κλείδωσε με.
Δε θυμάμαι τελευταία να γελάσαμε
κι απ’ την άνοιξη καθόλου δεν περάσαμε.
Αν ζητήσουνε τα βράδια σου συνάντηση,
στο λαιμό σου έχω γράψει την απάντηση.
|
De thimáme teleftea na m’ agkáliases,
mes sta chéria mu pethenune i thálasses.
Me rotáne i voriádes ti su élega
de tus léo ke m’ afínun mesopélaga.
Ta sentónia mu treláthikan pu lipis,
to kormí su énas kókkinos magnítis.
Krátise me sti zoí su, krátise me
ke sta váthi tis kardiás su klidose me.
De thimáme teleftea na gelásame
ki ap’ tin ániksi kathólu den perásame.
An zitísune ta vrádia su sinántisi,
sto lemó su écho grápsi tin apántisi.
|