Εκεί που μάζευες χειμώνα
στην τσιμεντένια σου κρυψώνα
κι όνειρα έβλεπες αβέρτα
κουκουλωμένος με κουβέρτα
σαν προπολεμική ταινία
τουμπαρισμένη κοινωνία
άφησες για μπουφάν και τσίχλες
του ονείρου σου τις ζόρικες ομίχλες
γκομενίτσες κουλτουριάρες
όλο καμπύλες και καμάρες
βρε κι έτσι που `σουνα φτιαγμένος
ροχάλιζες ευτυχισμένος
σε βάραγε βαριά η τρέλα
κι ο ύπνος τράβαγε κορδέλα
κάπου κάπου κι από σπόντα
μπροστά σου και καμία τσόντα
Για δες τι βλέπει ο βολεμένος
όταν κοιμάται φαγωμένος
Μα εκεί λοιπόν μες στ’ όνειρό σου
παθαίνει πλάκα το μυαλό σου
κάνει “τσαφ” ο προβολέας
και να `σου ο εισαγγελέας
δεν την γλιτώνεις τώρα βρε μούργο
με δικηγόρο και χειρούργο
“εμπρός, σου λέει, απολογήσου!”
και σένα τρέμει η φωνή σου
ψάχνοντας για ν’ απαντήσεις
τσιμπιέσαι μήπως και ξυπνήσεις
Κι άμα με το καλό ξυπνήσεις
και θες για τούτα εξηγήσεις
χωρίς να με παραξηγήσεις
τον Φρόιντ τράβα να ρωτήσεις…
|
Eki pu mázeves chimóna
stin tsimenténia su kripsóna
ki ónira évlepes avérta
kukuloménos me kuvérta
san propolemikí tenía
tubarisméni kinonía
áfises gia bufán ke tsíchles
tu oniru su tis zórikes omíchles
gkomenítses kulturiáres
ólo kabíles ke kamáres
vre ki étsi pu `suna ftiagménos
rochálizes eftichisménos
se várage variá i tréla
ki o ípnos trávage kordéla
kápu kápu ki apó spónta
brostá su ke kamía tsónta
Gia des ti vlépi o voleménos
ótan kimáte fagoménos
Ma eki lipón mes st’ óniró su
patheni pláka to mialó su
káni “tsaf” o provoléas
ke na `su o isangeléas
den tin glitónis tóra vre murgo
me dikigóro ke chirurgo
“ebrós, su léi, apologísu!”
ke séna trémi i foní su
psáchnontas gia n’ apantísis
tsibiése mípos ke ksipnísis
Ki áma me to kaló ksipnísis
ke thes gia tuta eksigísis
chorís na me paraksigísis
ton Fróint tráva na rotísis…
|