Χαμήλωσα της σκέψης το σομπρέρο
και πέρασα στου ύπνου τη σκιά,
γιατί είμ’ ένας χαμένος καμπαλέρο
που τίποτα δεν τον αγγίζει πια.
Εξαίρεση μονάχα ένα κουνούπι
το μόνο που δε μ’ έχει σιχαθεί,
φλερτάρει εμέ, το άθλιο μου σουλούπι,
ρουφάει από μέσα μου ό,τι βρει.
Πιες κουνουπάκι, πιες,
σταγόνα μην αφήσεις,
μονάχα ο πόνος μου ‘μεινε
απ’ όλες τις αισθήσεις,
απ’ όλες τις αισθήσεις,
απ’ όλες τις αισθήσεις.
Χαμήλωσαν τα φώτα της αγάπης,
χαμήλωσε ο ήλιος στα βουνά,
κουνούπι, είσαι ο μόνος μου πελάτης
κι απόψε το κατάστημα κερνά.
Εγώ θα πιω απόψε το φεγγάρι
κι εσύ θα μου καρφώσεις την κοιλιά,
το μόνο θηλυκό που με γουστάρει,
το μόνο ζωντανό που μ’ αγαπά.
Πιες κουνουπάκι, πιες,
σταγόνα μην αφήσεις,
μονάχα ο πόνος μου ‘μεινε
απ’ όλες τις αισθήσεις,
απ’ όλες τις αισθήσεις,
απ’ όλες τις αισθήσεις.
Πιες κουνουπάκι μόνο εσύ
αντί να πίνουν άλλοι
και σβήσε με σιγά σιγά
και φτιάξε μου κεφάλι,
και φτιάξε μου κεφάλι,
και φτιάξε μου κεφάλι.
|
Chamílosa tis sképsis to sobréro
ke pérasa stu ípnu ti skiá,
giatí im’ énas chaménos kabaléro
pu típota den ton angizi pia.
Ekseresi monácha éna kunupi
to móno pu de m’ échi sichathi,
flertári emé, to áthlio mu sulupi,
rufái apó mésa mu ó,ti vri.
Pies kunupáki, pies,
stagóna min afísis,
monácha o pónos mu ‘mine
ap’ óles tis esthísis,
ap’ óles tis esthísis,
ap’ óles tis esthísis.
Chamílosan ta fóta tis agápis,
chamílose o ílios sta vuná,
kunupi, ise o mónos mu pelátis
ki apópse to katástima kerná.
Egó tha pio apópse to fengári
ki esí tha mu karfósis tin kiliá,
to móno thilikó pu me gustári,
to móno zontanó pu m’ agapá.
Pies kunupáki, pies,
stagóna min afísis,
monácha o pónos mu ‘mine
ap’ óles tis esthísis,
ap’ óles tis esthísis,
ap’ óles tis esthísis.
Pies kunupáki móno esí
antí na pínun álli
ke svíse me sigá sigá
ke ftiákse mu kefáli,
ke ftiákse mu kefáli,
ke ftiákse mu kefáli.
|