Στον ουρανό εξορισμένος
τριάντα αιώνες ξεγραμμένος
τι κάνει τώρα αναρωτιέται
ένας Θεός όταν βαριέται.
Τους δρόμους παίρνει νυχτωμένος
Ξένιος παλιά και τώρα ξένος
δεν έχει κεραυνό στο χέρι
κι όλο γυρνάει στα ίδια μέρη.
Βρίσκει χαμένουςΜινωίτες
και κάτι χούφταλα Κουρήτες
για φίλους και γνωστούς ρωτάει
μόνο γι αγάπες δε μιλάει.
Κι είναι το μόνο που τον σώνει
μια δοξαριά του Ψαραντώνη …
Στήνει τη βίγλα του στο Κάστρο
και του νοτιά ανάβει τ` άστρο
και στο Κομμένο το Μπεντένι
κάποια Αριάδνη περιμένει.
Λαχτάρησε να βγει στα όρη
όπου περπάτησε αγόρι
κει που περνούσε τα μικράτα
πάνω στης Νίδας τα μιτάτα.
Κι από το θρόνο του στο Γιούχτα
θυμάται τον παλιό χρησμό
κι αμίλητος παραμονεύει
το δεύτερο κατακλυσμό.
Κι είναι το μόνο που τον σώνει
μια δοξαριά του Ψαραντώνη
|
Ston uranó eksorisménos
triánta eónes ksegramménos
ti káni tóra anarotiéte
énas Theós ótan variéte.
Tus drómus perni nichtoménos
Ksénios paliá ke tóra ksénos
den échi keravnó sto chéri
ki ólo girnái sta ídia méri.
Oríski chaménusMinites
ke káti chuftala Kurítes
gia fílus ke gnostus rotái
móno gi agápes de milái.
Ki ine to móno pu ton sóni
mia doksariá tu Psarantóni …
Stíni ti vígla tu sto Kástro
ke tu notiá anávi t` ástro
ke sto Komméno to Benténi
kápia Ariádni periméni.
Lachtárise na vgi sta óri
ópu perpátise agóri
ki pu pernuse ta mikráta
páno stis Nídas ta mitáta.
Ki apó to thróno tu sto Giuchta
thimáte ton palió chrismó
ki amílitos paramonevi
to deftero kataklismó.
Ki ine to móno pu ton sóni
mia doksariá tu Psarantóni
|