Όποιος την άνοιξη στα μάτια την κοιτά
κι όποιος δεν πρόλαβε να πέσει στη φωτιά της
κι έκανε λάθη όπως λένε ιστορικά
κρατάει μόνο την κομμένη φορεσιά της
Ψάχνει ένα ξύλινο αλογάκι ν’ ανεβεί
και μία λίμνη παγωμένη να χορέψει
γιατί τα λόγια του δεν είναι προσευχή
κι από τις στάχτες δεν μπορεί να δραπετεύσει
Που να μας παν, τα λόγια της νύχτας τα γλιστρήματα,
του ξεπεσμένου άγγελου, τα βήματα
σε χάρτες που καήκανε, σε πλοία που βουλιάξανε
Που να μας παν, αγάπες που τον δρόμο τους αλλάξανε
Όποιος δεν κάθισε σε Ίκαρου σκιά
κέρινα δάκρυα για τον έρωτα να στάξει
και η αρρώστια του δεν βρίσκει γιατρειά,
Πρέπει το όνειρο να φεύγει όταν χαράξει
Και μένει πάντα ένα παιδί μοναχικό
που δε μοιράστηκε κρυψώνες και παιχνίδια
και πριονίζει ένα χάρτινο ουρανό
Κάνει τα λόγια του ξυράφια και λεπίδια
|
Όpios tin ániksi sta mátia tin kitá
ki ópios den prólave na pési sti fotiá tis
ki ékane láthi ópos léne istoriká
kratái móno tin komméni foresiá tis
Psáchni éna ksílino alogáki n’ anevi
ke mía límni pagoméni na chorépsi
giatí ta lógia tu den ine prosefchí
ki apó tis stáchtes den bori na drapetefsi
Pu na mas pan, ta lógia tis níchtas ta glistrímata,
tu ksepesménu ángelu, ta vímata
se chártes pu kaíkane, se plia pu vuliáksane
Pu na mas pan, agápes pu ton drómo tus alláksane
Όpios den káthise se Ίkaru skiá
kérina dákria gia ton érota na stáksi
ke i arróstia tu den vríski giatriá,
Prépi to óniro na fevgi ótan charáksi
Ke méni pánta éna pedí monachikó
pu de mirástike kripsónes ke pechnídia
ke prionízi éna chártino uranó
Káni ta lógia tu ksiráfia ke lepídia
|