Μόνη μου επήρα
απόψε τους δρόμους,
μες στην βαθιά τη συννεφιά.
Μόνη, σιωπηλή, με σκυμμένους τους ώμους,
με τα βήματά μου συντροφιά.
Ξέχασα να πω στο φτωχό μου σκύλο
πως δε γυρίσω ξανά.
Μόνο ένα γράμμα στο Χριστό θα στείλω
πως να μη με ζητήσει πουθενά.
Μια βελανιδιά μες στον κάμπο βογκάει,
μες στη θολή τη συννεφιά.
Δέντρο δυνατό κι ο βοριάς το λυγάει,
έρημη φωλιά, χωρίς πουλί.
|
Móni mu epíra
apópse tus drómus,
mes stin vathiá ti sinnefiá.
Móni, siopilí, me skimménus tus ómus,
me ta vímatá mu sintrofiá.
Kséchasa na po sto ftochó mu skílo
pos de giríso ksaná.
Móno éna grámma sto Christó tha stilo
pos na mi me zitísi puthená.
Mia velanidiá mes ston kábo vogkái,
mes sti tholí ti sinnefiá.
Déntro dinató ki o voriás to ligái,
érimi foliá, chorís pulí.
|