Με βρήκες σαν ομίχλη που ‘ψαχνε
απ’ το παράθυρο να μπει,
με βρήκες μες στη νύχτα σαν μια κουβέντα
που κανείς δεν ήθελε να πει.
Κι ήμουν έξω απ’ τα τρένα
ταξιδιώτης δίχως θέση
όταν με βρήκες,
κι ήμουν έξω απ’ τα τρένα
ξεχασμένη αποσκευή,
κι ήμουν έξω απ’ τα τρένα
ξεχασμένη αποσκευή
κι εσύ με πήρες.
Με βρήκες σαν ανάμνηση που αφήνει
στο στόμα κάποιο παλιό φιλί,
με βρήκες σαν μια πόρτα που περίμενε
που περίμενε κάπου στον κόσμο ανοιχτή.
Κι ήμουν έξω απ’ τα τρένα
ταξιδιώτης δίχως θέση
όταν με βρήκες,
κι ήμουν έξω απ’ τα τρένα
ξεχασμένη αποσκευή,
κι ήμουν έξω απ’ τα τρένα
ξεχασμένη αποσκευή
κι εσύ με πήρες.
|
Me vríkes san omíchli pu ‘psachne
ap’ to paráthiro na bi,
me vríkes mes sti níchta san mia kuvénta
pu kanis den íthele na pi.
Ki ímun ékso ap’ ta tréna
taksidiótis díchos thési
ótan me vríkes,
ki ímun ékso ap’ ta tréna
ksechasméni aposkeví,
ki ímun ékso ap’ ta tréna
ksechasméni aposkeví
ki esí me píres.
Me vríkes san anámnisi pu afíni
sto stóma kápio palió filí,
me vríkes san mia pórta pu perímene
pu perímene kápu ston kósmo anichtí.
Ki ímun ékso ap’ ta tréna
taksidiótis díchos thési
ótan me vríkes,
ki ímun ékso ap’ ta tréna
ksechasméni aposkeví,
ki ímun ékso ap’ ta tréna
ksechasméni aposkeví
ki esí me píres.
|