Ξημέρωσε, πάλι ξημέρωσε
κι εγώ γυρίζω σαν τρελός στο πουθενά,
σε έψαξα, πάλι σε έψαξα
μέσα σε όνειρα που άφησες μισά,
ξημέρωσε, πάλι ξημέρωσε,
πόσο φοβάμαι τελικά τη μοναξιά.
Λείπει τ’ άγγιγμά σου, ο χτύπος της καρδιάς σου
άλλο μακριά σου δεν μπορώ,
όλα μοιάζουν άδεια, ζω μες στα σκοτάδια,
μοναξιά μου απόψε σε μισώ.
Με τέλειωσε, πόσο με τέλειωσε
αυτό το αντίο που μου είπες έτσι απλά,
έκλαψα, για σένα έκλαψα
όταν σε έβλεπα να χάνεσαι μακριά,
ξημέρωσε, πάλι ξημέρωσε,
πόσο φοβάμαι τελικά τη μοναξιά.
Λείπει τ’ άγγιγμά σου, ο χτύπος της καρδιάς σου
άλλο μακριά σου δεν μπορώ,
όλα μοιάζουν άδεια, ζω μες στα σκοτάδια,
μοναξιά μου απόψε σε μισώ.
|
Ksimérose, páli ksimérose
ki egó girízo san trelós sto puthená,
se épsaksa, páli se épsaksa
mésa se ónira pu áfises misá,
ksimérose, páli ksimérose,
póso fováme teliká ti monaksiá.
Lipi t’ ángigmá su, o chtípos tis kardiás su
állo makriá su den boró,
óla miázun ádia, zo mes sta skotádia,
monaksiá mu apópse se misó.
Me téliose, póso me téliose
aftó to antío pu mu ipes étsi aplá,
éklapsa, gia séna éklapsa
ótan se évlepa na chánese makriá,
ksimérose, páli ksimérose,
póso fováme teliká ti monaksiá.
Lipi t’ ángigmá su, o chtípos tis kardiás su
állo makriá su den boró,
óla miázun ádia, zo mes sta skotádia,
monaksiá mu apópse se misó.
|