Άσπρη καμάρα κι η όψη σου λάμπει
σαν τ’ Άι Γιώργη στο φως του καιρού
δίπλα η θάλασσα γυμνό διαμάντι
κόβει το σώμα του καλοκαιριού
Με παγιδεύουν της νύχτας τα χάδια
τα παραγάδια που απλώνεις εσύ
πως να ημερέψω το σώμα που τρέμει
χρυσή μου ανέμη του πόθου κλωστή
Χώμα κι αρμύρα κρυφό περιβόλι
το γράψ’ η μοίρα κι εγώ σ’ αγαπώ
ήρθα κοντά σου και το ‘μαθαν όλοι
στην αγκαλιά σου πεθαίνω εγώ
Με παγιδεύουν της νύχτας τα χάδια
τα παραγάδια που απλώνεις εσύ
πως να ημερέψω το σώμα που τρέμει
χρυσή μου ανέμη του πόθου κλωστή
|
Άspri kamára ki i ópsi su lábi
san t’ Άi Giórgi sto fos tu keru
dípla i thálassa gimnó diamánti
kóvi to sóma tu kalokeriu
Me pagidevun tis níchtas ta chádia
ta paragádia pu aplónis esí
pos na imerépso to sóma pu trémi
chrisí mu anémi tu póthu klostí
Chóma ki armíra krifó perivóli
to gráps’ i mira ki egó s’ agapó
írtha kontá su ke to ‘mathan óli
stin agkaliá su petheno egó
Me pagidevun tis níchtas ta chádia
ta paragádia pu aplónis esí
pos na imerépso to sóma pu trémi
chrisí mu anémi tu póthu klostí
|