Μ’ ένα φιλί σου άχραντο
στο μυστικό με μύησες,
κι από φτωχό και γήινο,
ουράνιο, πανάχραντο
το σώμα μου εποίησες.
Κρυφή μου αγάπη κυματούσσα,
στο πέλαγός σου να χαθώ,
εφτά φουρτούνες να πνιγώ,
μ’ ένα φιλί σου θα κρατούσα
τρεις μέρες για ν’ αναστηθώ.
Ρίξε φωτιά στην άβυσσο,
να δω, να περπατήσω,
κι απ’ τον Αχέροντα νερό
θα φέρω στον παράδεισο,
να σε γλυκοποτίσω.
Κι έτσι ακόμα σ’ αγαπώ,
κι είσαι ο μύθος μου,
φως απ’ τα μάτια σου κρατώ,
να καίει το στήθος μου.
Κι έτσι ακόμα είσαι εδώ,
κι είσαι η έγνοια μου,
κι αν έφυγες, σε καρτερώ
παραμυθένια μου
|
M’ éna filí su áchranto
sto mistikó me míises,
ki apó ftochó ke gíino,
uránio, panáchranto
to sóma mu epiises.
Krifí mu agápi kimatussa,
sto pélagós su na chathó,
eftá furtunes na pnigó,
m’ éna filí su tha kratusa
tris méres gia n’ anastithó.
Ríkse fotiá stin ávisso,
na do, na perpatíso,
ki ap’ ton Achéronta neró
tha féro ston parádiso,
na se glikopotíso.
Ki étsi akóma s’ agapó,
ki ise o míthos mu,
fos ap’ ta mátia su krató,
na kei to stíthos mu.
Ki étsi akóma ise edó,
ki ise i égnia mu,
ki an éfiges, se karteró
paramithénia mu
|