Το μάθατε τι γίνηκε στα Γιάννενα στη λίμνη
που πνίξανε τις δεκαεφτά μαζί με την κυρά
Η κυρά Φροσύνη του Αλή πασά
τα μαλλιά της λύνει κάθε που φυσά
Κι απ’ της λίμνης βγαίνει τ’ αφανέρωτα
λέει στην οικουμένη για τον έρωτα
Και ξυπνάνε πόθοι στα κορμιά πνιγμένοι
γεια σου παινεμένη, γεια σου αρχόντισσα
Και ξυπνάνε πόθοι στα κορμιά πνιγμένοι
γεια σου παινεμένη, δε σε πρόφτασα
Ο έρωτας κι ο άνθρωπος θεριά είναι δε σαστίζουν
Καλέ κυρά
στο τέλος κάποιος χάνεται
βαθιά νερά
Με τα μάτια το ‘πα τ’ ομολόγησα
σε χαρές δικές μας υπολόγισα
έρωτά μου όχι δε φιλιώνουνε
κυνηγιούνται οι στόχοι και ματώνουνε
Και ξυπνάνε πόθοι στα κορμιά πνιγμένοι
γεια σου παινεμένη, γεια σου αρχόντισσα
Και ξυπνάνε πόθοι στα κορμιά πνιγμένοι
γεια σου παινεμένη, δε σε πρόφτασα
Δε σου το ‘πα φως μου, κρυφ’ το δαχτυλίδι
ειν’ η ζήλεια φίδι, δε σε πρόφτασα
Δε σου το ‘πα φως μου, να μας δουν δεν κάνει
λιαχτουρί φουστάνι δε σε χόρτασα
|
To máthate ti ginike sta Giánnena sti límni
pu pníksane tis dekaeftá mazí me tin kirá
I kirá Frosíni tu Alí pasá
ta malliá tis líni káthe pu fisá
Ki ap’ tis límnis vgeni t’ afanérota
léi stin ikuméni gia ton érota
Ke ksipnáne póthi sta kormiá pnigméni
gia su peneméni, gia su archóntissa
Ke ksipnáne póthi sta kormiá pnigméni
gia su peneméni, de se próftasa
O érotas ki o ánthropos theriá ine de sastízun
Kalé kirá
sto télos kápios chánete
vathiá nerá
Me ta mátia to ‘pa t’ omológisa
se charés dikés mas ipológisa
érotá mu óchi de filiónune
kinigiunte i stóchi ke matónune
Ke ksipnáne póthi sta kormiá pnigméni
gia su peneméni, gia su archóntissa
Ke ksipnáne póthi sta kormiá pnigméni
gia su peneméni, de se próftasa
De su to ‘pa fos mu, krif’ to dachtilídi
in’ i zília fídi, de se próftasa
De su to ‘pa fos mu, na mas dun den káni
liachturí fustáni de se chórtasa
|