Στην Κωνσταντινουπόλεως τα βράδια
γυρνώ και ψάχνω να βρω τα σημάδια
μιας πόλης που μεγάλωσε,
που ολόγυρα σκαρφάλωσε,
αφήνοντας εδώ τ’ απολειφάδια,
που ό,τι είχε έχασε,
που τα παιδιά της ξέχασε
και τη θυμίζουν τούτα τα ρημάδια.
Η Κωνσταντινουπόλεως τα βράδια
αργόσυρτη, ατέλειωτη και άδεια.
Το τρένο μόλις πέρασε,
κατάμονο προσπέρασε
κι εγώ να βλέπω μέσα στα σκοτάδια
ταξίδια που τα ξέγραψα,
σελίδες που δεν έγραψα
στα άσπρα της ζωής μου τα τετράδια.
|
Stin Konstantinupóleos ta vrádia
girnó ke psáchno na vro ta simádia
mias pólis pu megálose,
pu ológira skarfálose,
afínontas edó t’ apolifádia,
pu ó,ti iche échase,
pu ta pediá tis kséchase
ke ti thimízun tuta ta rimádia.
I Konstantinupóleos ta vrádia
argósirti, atélioti ke ádia.
To tréno mólis pérase,
katámono prospérase
ki egó na vlépo mésa sta skotádia
taksídia pu ta kségrapsa,
selídes pu den égrapsa
sta áspra tis zoís mu ta tetrádia.
|