Στη Λάρυμνα μαύρος, μαύρος ουρανός,
στη Λάρυμνα μαύρη, μαύρη η μέρα.
Μαύρη σκόνη μας θολώνει τον αέρα,
τα φουγάρα μας σκοτώνουν κάθε μέρα.
Και πιο κει, κάτω απ’ τη γη,
οι μεταλλωρύχοι οι χαλικωμένοι,
και πιο κει, κάτω απ’ τη γη,
οι μεταλλωρύχοι στις στοές χωμένοι.
Μέσα στο σκοτάδι
σκάβουν το πηγάδι του πόνου τους.
Πικρό πικρό φύλλο, φύλλο του καπνού,
γλυκό γλυκό μήλο, μήλο της χώρας.
Στη δουλειά, στα καπνοτόπια μας δεμένοι,
μόνο η πίκρα του καπνόφυλλου μας μένει.
Κάπου εκεί, στη μάνα γη,
οι ηλιοκαμένοι μας αγρότες σπέρνουν.
Κάπου εκεί, στη μάνα γη,
οι ηλιοκαμένοι μας αγρότες ξέρουν:
πίκρες θα γεμίσουν
κι άλλοι θα θερίσουν τον πόνο τους.
|
Sti Lárimna mavros, mavros uranós,
sti Lárimna mavri, mavri i méra.
Mavri skóni mas tholóni ton aéra,
ta fugára mas skotónun káthe méra.
Ke pio ki, káto ap’ ti gi,
i metalloríchi i chalikoméni,
ke pio ki, káto ap’ ti gi,
i metalloríchi stis stoés choméni.
Mésa sto skotádi
skávun to pigádi tu pónu tus.
Pikró pikró fíllo, fíllo tu kapnu,
glikó glikó mílo, mílo tis chóras.
Sti duliá, sta kapnotópia mas deméni,
móno i píkra tu kapnófillu mas méni.
Kápu eki, sti mána gi,
i iliokaméni mas agrótes spérnun.
Kápu eki, sti mána gi,
i iliokaméni mas agrótes ksérun:
píkres tha gemísun
ki álli tha therísun ton póno tus.
|