Μακριά η ζωή μου κι άγρια ψάχνει τις νύχτες με μάτια κλειστά
γυμνός κι αλήτης, μοναχός, δε βρίσκω δρόμους γυρνάω σαν τρελός
Περνάω τα στέκια που έζησα, πόρτες κλειστές κι ας μη με νοιάζει γι’ αυτές
μοιάζει η ζωή μου φυλακή κι ότι έχω κάνει μου βγαίνει καρφί.
Λάσπες στο δρόμο, λάσπες και βροχή
δεν ξέρω γιατί τρέχω.
Eιν’ η ανάσα μου βαριά,
σε θέλω δεν αντέχω.
Γυμνός στα πόδια σου ακουμπώ νιώθω στο αίμα μου πυρετό,
βρίζω και σβήνω τις στιγμές όνειρο κι εφιάλτης σαν χθές.
Kρατάω ψυχή που σιγοκαίει μικρό παιδί μες στα χέρια μου κλαίει,
χρώμα στο ψέμα δηλαδή κι αλήθεια ψέμα για κάθε στιγμή.
Λάσπες στο δρόμο, λάσπες και βροχή
δεν ξέρω γιατί τρέχω.
Eιν’ η ανάσα μου βαριά,
σε θέλω δεν αντέχω.
|
Makriá i zoí mu ki ágria psáchni tis níchtes me mátia klistá
gimnós ki alítis, monachós, de vrísko drómus girnáo san trelós
Pernáo ta stékia pu ézisa, pórtes klistés ki as mi me niázi gi’ aftés
miázi i zoí mu filakí ki óti écho káni mu vgeni karfí.
Láspes sto drómo, láspes ke vrochí
den kséro giatí trécho.
In’ i anása mu variá,
se thélo den antécho.
Gimnós sta pódia su akubó niótho sto ema mu piretó,
vrízo ke svíno tis stigmés óniro ki efiáltis san chthés.
Kratáo psichí pu sigokei mikró pedí mes sta chéria mu klei,
chróma sto pséma diladí ki alíthia pséma gia káthe stigmí.
Láspes sto drómo, láspes ke vrochí
den kséro giatí trécho.
In’ i anása mu variá,
se thélo den antécho.
|