Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά
τρελός ο αγέρας έπαιζε
με τα πουλιά με τα κλωνιά
και δε μας έκραινε.
Ώρα καλή σου ανάσα της ψυχής
ανοίξαμε τον κόρφο μας
έλα να μπεις έλα να πιεις
από τον πόθο μας.
Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά
ο αγέρας σηκώθη κι έφυγε
κατά τα κάστρα του βοριά
και δε μας έγγιξε.
Θυμάρι μου και δεντρολιβανιά,
δέσε γερά το στήθος σου
και βρες σπηλιά και βρες μονιά
κρύψε το λύχνο σου.
Δεν είναι αγέρας τούτος του Βαγιού
δεν είναι της Ανάστασης
μα είναι της φωτιάς και του καπνού
της ζωής της άχαρης.
Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά
στεγνός ο αγέρας γύρισε
οσμίζουνταν παντού φλουριά
και μας επούλησε.
|
Káto ap’ ti gériki sikomuriá
trelós o agéras épeze
me ta puliá me ta kloniá
ke de mas ékrene.
Ώra kalí su anása tis psichís
aniksame ton kórfo mas
éla na bis éla na piis
apó ton pótho mas.
Káto ap’ ti gériki sikomuriá
o agéras sikóthi ki éfige
katá ta kástra tu voriá
ke de mas éngikse.
Thimári mu ke dentrolivaniá,
dése gerá to stíthos su
ke vres spiliá ke vres moniá
krípse to líchno su.
Den ine agéras tutos tu Oagiu
den ine tis Anástasis
ma ine tis fotiás ke tu kapnu
tis zoís tis ácharis.
Káto ap’ ti gériki sikomuriá
stegnós o agéras girise
osmízuntan pantu fluriá
ke mas epulise.
|