Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο,
κοιτάξαμε τα σπασμέ, σπασμένα αγάλματα,
ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα,
πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη.
Πως, όταν, εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε,
μέσα στην πέτρα, αδερφωμένοι,
ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία,
οι παλιοί νεκροί ξέφυγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν
και χαμογελάνε μέσα σε μία παράξενη ησυχία.
|
Emis pu ksekinísame gia to proskínima tuto,
kitáksame ta spasmé, spasména agálmata,
ksechastíkame ke ipame pos de chánete i zoí tóso efkola,
pos échi o thánatos drómus anekserevnitus
ke mia dikí tu dikeosíni.
Pos, ótan, emis orthi sta pódia mas pethenume,
mésa stin pétra, aderfoméni,
enoméni me ti sklirótita ke tin adinamía,
i palii nekri kséfigan ap’ ton kíklo ke anastíthikan
ke chamogeláne mésa se mía parákseni isichía.
|