Ήταν άνοιξη, θυμάμαι, που σε γνώρισα,
πήρα χρώματα χαμένα, σε ζωγράφισα,
τ’ ασημένιο το φεγγάρι, μπλε της θάλασσας,
πράσινο της παραζάλης, μωβ της μοναξιάς.
Μπερδεμένο κουβαράκι σε ξεμπέρδεψα,
κι έγιν’ η κλωστή ποτάμι και ταξίδεψα,
φως εκεί που δε θυμάσαι, δε φαντάζεσαι,
φως στην άκρη της αβύσσου που βυθίζεσαι.
Έριξα χρυσό διχτάκι και σε ψάρεψα
σε μια λίμνη φιλντισένια σε ξανάριξα,
τίποτα δε σου ζητάω και δε μου χρωστάς,
μόνο να `μαι εγώ η λίμνη για να κολυμπάς,
τίποτα δε σου ζητάω και δε μου χρωστάς,
μόνο να `μαι εγώ η λίμνη για να κολυμπάς.
|
Ήtan ániksi, thimáme, pu se gnórisa,
píra chrómata chaména, se zográfisa,
t’ asiménio to fengári, ble tis thálassas,
prásino tis parazális, mov tis monaksiás.
Berdeméno kuvaráki se ksebérdepsa,
ki égin’ i klostí potámi ke taksídepsa,
fos eki pu de thimáse, de fantázese,
fos stin ákri tis avíssu pu vithízese.
Έriksa chrisó dichtáki ke se psárepsa
se mia límni filntisénia se ksanáriksa,
típota de su zitáo ke de mu chrostás,
móno na `me egó i límni gia na kolibás,
típota de su zitáo ke de mu chrostás,
móno na `me egó i límni gia na kolibás.
|