Περάσαν από πάνω σου πέντε- έξι οδοστρωτήρες
όμως εσύ κοιμόσουνα και είδηση δεν πήρες.
Σαν ξύπνησες, σηκώθηκες και σαν τα Μίκι Μάους
φούσκωσες πάλι και πετάς καταμεσίς του χάους.
Μα ποιος είσαι, τέλος πάντων, έτσι για να ξέρουμε
τι να κάνουμε για σένα, να σε συνεφέρουμε.
Τα μάτια σου, μου φαίνεται, πως τα `χεις για φιγούρα.
Πίσω λιγάκι αν κοίταζες, θά `βλεπες την καμπούρα
του Καραγκιόζη, που `βγαλες στην πλάτη σου και τρέχεις
δίχως να φτάνεις πουθενά. Αλήθεια, πως αντέχεις;
Μα ποιος είσαι, τέλος πάντων, έτσι για να ξέρουμε
τι να κάνουμε για σένα να σε συνεφέρουμε.
Ξύπνα ξύπνα, διότι χαράζει.
Δεν ακούς τα πουλάκια που λαλούνε;
|
Perásan apó páno su pénte- éksi odostrotíres
ómos esí kimósuna ke idisi den píres.
San ksípnises, sikóthikes ke san ta Míki Máus
fuskoses páli ke petás katamesís tu cháus.
Ma pios ise, télos pánton, étsi gia na ksérume
ti na kánume gia séna, na se sineférume.
Ta mátia su, mu fenete, pos ta `chis gia figura.
Píso ligáki an kitazes, thá `vlepes tin kabura
tu Karagkiózi, pu `vgales stin pláti su ke tréchis
díchos na ftánis puthená. Alíthia, pos antéchis;
Ma pios ise, télos pánton, étsi gia na ksérume
ti na kánume gia séna na se sineférume.
Ksípna ksípna, dióti charázi.
Den akus ta pulákia pu lalune;
|