Καθώς κοιτώ και προσπερνώ
τον άδειον ουρανό
τα σύννεφα προστάζουνε
τους φίλους μου κερνώ.
Κρασί αλμυρό δάκρυ πικρό
κι εγώ πετώ κι εγώ μεθώ
καθώς αστράφτει η ταραχή
και γράφει τ’ όνομά σου:
Μαρία Ελένη σιωπηλή
αίνιγμα γρίφος κι απειλή.
Πότε σε πήραν οι καιροί,
ήτανε νύχτα ήταν αυγή;
Κι έγινες τάμα ένα κερί
κι έγινες μια κραυγή.
Πότε σε πότισαν κρασί
και μεθυσμένη και τρελή
ξεσκίζοντας τα σύννεφα
χάθηκες μες στο βράδυ.
Μαρία Ελένη σιωπηλή
αίνιγμα γρίφος κι απειλή.
Μαρία Ελένη αγάπη μου
της ερημιάς μου χάδι.
|
Kathós kitó ke prospernó
ton ádion uranó
ta sínnefa prostázune
tus fílus mu kernó.
Krasí almiró dákri pikró
ki egó petó ki egó methó
kathós astráfti i tarachí
ke gráfi t’ ónomá su:
María Eléni siopilí
enigma grífos ki apilí.
Póte se píran i keri,
ítane níchta ítan avgí;
Ki égines táma éna kerí
ki égines mia kravgí.
Póte se pótisan krasí
ke methisméni ke trelí
kseskízontas ta sínnefa
cháthikes mes sto vrádi.
María Eléni siopilí
enigma grífos ki apilí.
María Eléni agápi mu
tis erimiás mu chádi.
|