Είναι τα μάτια σου
ένας διάδρομος παλιός
δάκρυα πνιγμένα
ξεφλουδίζουνε τους τοίχους
που ένας ένοικος αθόρυβος κρυφός
αντί συνθήματα
ζωγράφισε με στίχους
Και μέσα υπάρχουν τα σκαλιά
που οδηγούν
σ’ ένα υπόγειο με παιχνίδια χαλασμένα
όσα οι άνθρωποι βαριούνται και ξεχνούν
μετά τη χρήση
τα φορτώνουνε σε σένα
Μου λες τα μάτια σου
να μη τα αγαπώ
και να μη πάψω
να πιστεύω στα δικά μου
μα αυτά τα μάτια όπου χαθώ
κι όπου βρεθώ
τα έχω πίσω μου
και μέσα και μπροστά μου
Μέσα στην ίριδα ανάβει μια φωτιά
που κάθε άστεγο
και άνεργο ζεσταίνει
κι η καλοσύνη τους
απλώνει σαν λαδιά
να μαλακώσει μιαν ανάγκη
πετρωμένη
Σ’ αυτά τα μάτια δεν υπάρχει λογική
όσο βαθιά κι αν τα κοιτάζω
μ’ αγαπούνε
της ιστορίας πυρπολούν τη φυλακή
στα παραμύθια και στ’ αστέρια
να με βρούνε
|
Ine ta mátia su
énas diádromos paliós
dákria pnigména
ksefludízune tus tichus
pu énas énikos athórivos krifós
antí sinthímata
zográfise me stíchus
Ke mésa ipárchun ta skaliá
pu odigun
s’ éna ipógio me pechnídia chalasména
ósa i ánthropi variunte ke ksechnun
metá ti chrísi
ta fortónune se séna
Mu les ta mátia su
na mi ta agapó
ke na mi pápso
na pistevo sta diká mu
ma aftá ta mátia ópu chathó
ki ópu vrethó
ta écho píso mu
ke mésa ke brostá mu
Mésa stin írida anávi mia fotiá
pu káthe ástego
ke ánergo zesteni
ki i kalosíni tus
aplóni san ladiá
na malakósi mian anágki
petroméni
S’ aftá ta mátia den ipárchi logikí
óso vathiá ki an ta kitázo
m’ agapune
tis istorías pirpolun ti filakí
sta paramíthia ke st’ astéria
na me vrune
|