Ξυπνάει η σκονισμένη μου χαρά
μέσα απ’ τις λάσπες που κοιμάται τόσα χρόνια
και μου ζητάει ξεχασμένα δανεικά
και λαχταράει μεθυσμένα σταυροδρόμια
Πεινάει η απελπισμένη μου καρδιά
καταβροχθίζει ό,τι απόμεινε από μένα
και παραδέρνει από δω στο πουθενά
φορώντας ξέφτια της αγάπης ματωμένα
Παραμιλάει η ξεχασμένη μου ζωή
τραυλίζει ξόρκια, μπερδεμένες απαντήσεις
κι όλο τρεκλίζει μες στις θύελλες γυμνή
σαν μια ζητιάνα με κλεμμένες αναμνήσεις
Κι ακούω την κουρασμένη μου φωνή
μια να κλαίει μια να γελάει με μανία
σαν κάποιο φάντασμα που χάθηκε στη γη
και το κυκλώνει μια θανάσιμη αγωνία
Εσύ με ένα βλέμμα σβηστό,
μια παλιά σου συνήθεια
προσπαθείς το χαμό να μη δεις
Δεν είναι το ψέμα μα η αλήθεια
ένα μέρος που μπορείς να κρυφτείς
|
Ksipnái i skonisméni mu chará
mésa ap’ tis láspes pu kimáte tósa chrónia
ke mu zitái ksechasména daniká
ke lachtarái methisména stavrodrómia
Pinái i apelpisméni mu kardiá
katavrochthízi ó,ti apómine apó ména
ke paradérni apó do sto puthená
foróntas kséftia tis agápis matoména
Paramilái i ksechasméni mu zoí
travlízi ksórkia, berdeménes apantísis
ki ólo treklízi mes stis thíelles gimní
san mia zitiána me klemménes anamnísis
Ki akuo tin kurasméni mu foní
mia na klei mia na gelái me manía
san kápio fántasma pu cháthike sti gi
ke to kiklóni mia thanásimi agonía
Esí me éna vlémma svistó,
mia paliá su siníthia
prospathis to chamó na mi dis
Den ine to pséma ma i alíthia
éna méros pu boris na kriftis
|