Μες στα λιμάνια μπήκανε του ήλιου τα καράβια
και βρήκαν τ’ άστρα φύλακες και φάρο το φεγγάρι.
Τα μάτια είχες μάτια μου από την πίκρα άδεια
γιατί δεν το ‘γραψε κανείς το γράμμα που ‘χες πάρει.
Τις λέξεις μου τις έχασα χαράματα στο δρόμο
σε μια στροφή τα γράμματα τα πήρε μια βροχή
και τα φιλιά, π’ αστράφτανε στα χείλη απ’ τον πόνo,
γίναν πανιά και άλμπουρα χωρίς επιστροφή.
Μες τα λιμάνια φτάσανε καράβια από τ’ αστέρια
Περάσανε τη θάλασσα, τους δρόμους τ’ ουρανού.
Σε φέρανε κι εσένανε και τα βαθιά σου μάτια,
που είχανε στα βλέφαρα τη μνήμη του καπνού.
Τις λέξεις μου τις έχασα χαράματα στο δρόμο
σε μια στροφή τα γράμματα τα πήρε μια βροχή
και τα φιλιά, που αστράφτανε στα χείλη απ’ τον πόνo,
γίναν πανιά και άλμπουρα χωρίς επιστροφή.
|
Mes sta limánia bíkane tu íliu ta karávia
ke vríkan t’ ástra fílakes ke fáro to fengári.
Ta mátia iches mátia mu apó tin píkra ádia
giatí den to ‘grapse kanis to grámma pu ‘ches pári.
Tis léksis mu tis échasa charámata sto drómo
se mia strofí ta grámmata ta píre mia vrochí
ke ta filiá, p’ astráftane sta chili ap’ ton póno,
ginan paniá ke álbura chorís epistrofí.
Mes ta limánia ftásane karávia apó t’ astéria
Perásane ti thálassa, tus drómus t’ uranu.
Se férane ki esénane ke ta vathiá su mátia,
pu ichane sta vléfara ti mními tu kapnu.
Tis léksis mu tis échasa charámata sto drómo
se mia strofí ta grámmata ta píre mia vrochí
ke ta filiá, pu astráftane sta chili ap’ ton póno,
ginan paniá ke álbura chorís epistrofí.
|