Είναι μια χώρα που με διώχνει μακριά,
με κλωτσάει με τα σκυλιά και τους λεπρούς της
και χτίζει γύρω μου τείχη και κελιά
για να πετάει τους νόθους γιους της.
Είναι ένας δρόμος που δεν βγάζει πουθενά
μα τον διασχίζω με μια ελπίδα απεγνωσμένη,
γεμάτος δώρα, ξόρκια, φυλαχτά,
γι’ αυτούς που ζουν στη λησμονιά
και τριγυρνάνε στη ζωή ξεγελασμένοι.
Είναι ένας διάβολος που μέσα μου γελά
κι ένας θεός που με κοιτάζει βαλσαμωμένος
κι εγώ ανάμεσα τους μια έρημη σκιά
να ζητιανεύω απαντήσεις πεινασμένος.
Είναι μια αγάπη σαν τον θάνατο γλυκιά,
είναι ένα θαύμα που μ’ αφήνει μαγεμένο,
διψάω γι’ άπειρο, πεινάω για ομορφιά
είμαι ένα σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά.
Μια χώρα, ένας δρόμος, ο θάνατος κι η ομορφιά
μες στα σκοτάδια τους πλανιέμαι σαν χαμένος
και κάνω κύκλους μες σ’ αυτήν την ερημιά
σαν κάποιο σκιάχτρο που άρπαξε φωτιά
από ανθρώπους και θεούς καταραμένος.
|
Ine mia chóra pu me dióchni makriá,
me klotsái me ta skiliá ke tus leprus tis
ke chtízi giro mu tichi ke keliá
gia na petái tus nóthus gius tis.
Ine énas drómos pu den vgázi puthená
ma ton diaschízo me mia elpída apegnosméni,
gemátos dóra, ksórkia, filachtá,
gi’ aftus pu zun sti lismoniá
ke trigirnáne sti zoí ksegelasméni.
Ine énas diávolos pu mésa mu gelá
ki énas theós pu me kitázi valsamoménos
ki egó anámesa tus mia érimi skiá
na zitianevo apantísis pinasménos.
Ine mia agápi san ton thánato glikiá,
ine éna thafma pu m’ afíni mageméno,
dipsáo gi’ ápiro, pináo gia omorfiá
ime éna skiáchtro pu árpakse fotiá.
Mia chóra, énas drómos, o thánatos ki i omorfiá
mes sta skotádia tus planiéme san chaménos
ke káno kíklus mes s’ aftín tin erimiá
san kápio skiáchtro pu árpakse fotiá
apó anthrópus ke theus kataraménos.
|