Με πανί κλωστή κι αγάπη
ρούχο φτιάχνω στον εργάτη
κι απ’ την τσόντα που θα μείνει
φουστανάκι στην Ειρήνη
που ξεπάγιασ’ η καημένη
και με κοίταζε θλιμμένη
μα δεν βρίσκω την βελόνα
χάθηκε στον αχερώνα.
Φτιάχνω στην νυχτιά κονάκι
θα του βάλω κι ένα τζάκι
να ζεστάνω την Ειρήνη
που στον άνεμο έχει μείνει
που ξεπάγιασ’ η καημένη
και με κοίταζε θλιμμένη
μα δεν βρίσκω μια ανεμώνα
να σκεπάσω τον χειμώνα.
|
Me paní klostí ki agápi
rucho ftiáchno ston ergáti
ki ap’ tin tsónta pu tha mini
fustanáki stin Iríni
pu ksepágias’ i kaiméni
ke me kitaze thlimméni
ma den vrísko tin velóna
cháthike ston acheróna.
Ftiáchno stin nichtiá konáki
tha tu válo ki éna tzáki
na zestáno tin Iríni
pu ston ánemo échi mini
pu ksepágias’ i kaiméni
ke me kitaze thlimméni
ma den vrísko mia anemóna
na skepáso ton chimóna.
|