Μενεξεδένια ήταν τα βουνά
μενεξεδένια τα φιλιά
μενεξεδένια ήταν τα μάτια σου
κατάμαυρη είναι η μοναξιά.
Το τρένο αυτό που σε ξερίζωσε
μου σκίζει πάντα την καρδιά
το σφύριγμά του είναι για με λυγμός
το πέρασμά του είναι καημός.
Ήμουν για σένα ο διαβάτης που περνά
ήσουν για μένα το νερό και η φωτιά.
Σε κράτησα μέσα στα χέρια μου
σαν να ‘σουνα μικρό πουλί
με την αυγή γλυκοκελάηδησες
το δειλινό είχες χαθεί.
Κι εγώ στα δάση τώρα τριγυρνώ
μετρώ τα κίτρινα κλαδιά
μετρώ τα φύλλα που ξεράθηκαν
την άμετρη μετρώ ερημιά.
|
Meneksedénia ítan ta vuná
meneksedénia ta filiá
meneksedénia ítan ta mátia su
katámavri ine i monaksiá.
To tréno aftó pu se kserízose
mu skízi pánta tin kardiá
to sfírigmá tu ine gia me ligmós
to pérasmá tu ine kaimós.
Ήmun gia séna o diavátis pu perná
ísun gia ména to neró ke i fotiá.
Se krátisa mésa sta chéria mu
san na ‘suna mikró pulí
me tin avgí glikokeláidises
to dilinó iches chathi.
Ki egó sta dási tóra trigirnó
metró ta kítrina kladiá
metró ta fílla pu kseráthikan
tin ámetri metró erimiá.
|