Μέρες του καλοκαιριού
όλο φιλιά κι αλάτι
σαλπάρισαν με το νοτιά
για την ανατολή
και στην ακρούλα του χεριού
τον ώμο σου που εκράτει
απόμεινε πικρή φωτιά
που κλαίει και σε καλεί
Το περιγιάλι ειν’ ορφανό
σαν τις φωλιές του δάσους
Στείλε μου λίγο ουρανό
να γράψω τ’ ονομά σου
Βροχή μονότονη βαριά
λύπη που δεν τελειώνει
Τα μάτια σου τα γελαστά
ποιόν τώρα να κοιτούν
Οι γλάροι βγήκαν στη στεριά
Στιγμή στιγμή νυχτώνει
Τα χείλη μου τα σφαλιστά
το στόμα σου ζητούν
|
Méres tu kalokeriu
ólo filiá ki aláti
salpárisan me to notiá
gia tin anatolí
ke stin akrula tu cheriu
ton ómo su pu ekráti
apómine pikrí fotiá
pu klei ke se kali
To perigiáli in’ orfanó
san tis foliés tu dásus
Stile mu lígo uranó
na grápso t’ onomá su
Orochí monótoni variá
lípi pu den telióni
Ta mátia su ta gelastá
pión tóra na kitun
I glári vgíkan sti steriá
Stigmí stigmí nichtóni
Ta chili mu ta sfalistá
to stóma su zitun
|